Σελίδες

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΑΝΩΛΗ ΜΑΡΑΓΚΑΚΗ

Ν.Κ.Μανώλη Μαραγκάκη να σε ευχαριστήσουμε που δέχτηκες να μας μιλήσεις για την ιστοσελίδα μας, να σε καλωσορίσουμε και να είσαι πάντα καλά, γιατί είσαι ο πρώτος μας συντελεστής σε αυτή την προσπάθεια.Θέλω πρώτα-πρώτα να μας πεις δυο λόγια για το χωριό σου, τη καταγωγή σου, την οικογένειά σου, και για το πώς το οικογενειακό σου περιβάλλον δέχτηκε το γεγονός ότι ασχολήθηκες με την μουσική;
Μ.Μ. Καταρχήν καλώς σας ήβρα. Σας εύχομαι ότι το καλύτερο στη ζωή σας, στα όνειρά σας και στην ιστοσελίδα που ξεκινάτε αυτήν την ώρα. Πιστεύω ότι είναι ένα αξιόλογο και τιμητικότατο έργο για ένα μεγάλο καλλιτέχνη της Κρητικής μουσικής, που είχα την τύχη να διδαχτώ πολλά πράγματα από αυτόν. Να σας πω λοιπόν ότι εγώ σαν Μανώλης Μαραγκάκης κατάγομαι από τη Γαλιά Ηρακλείου, ο μισός βέβαια είμαι Φανερουμιανός, είμαι ακόμα πιο κοντά στο χωριό του συγχωρεμένου του πατέρα σου. Ξεκίνησα το 1969-70 και ήρθα στην Αθήνα∙ κατάγομαι από μια οικογένεια που και από του πατέρα μου το σόι και από της μάνας μου υπάρχουν πολλοί και παλιοί καλλιτέχνες, λυράρηδες και λαουτιέρηδες. Μεταξύ αυτόν και ο πατέρας μου λυράρης. Και έχω και αδερφό λυράρη ο οποίος είναι και οργανοποιός, απ’ ότι θα ξέρεις κύριε Νίκο, λοιπόν κατά συνέπεια μπήκα στη μουσική όπως ήταν φυσικό επακόλουθο. Και την εποχή που ήρθα στην Αθήνα λοιπόν είχα την τύχη να γνωρίσω τον μεγάλο Νίκο Καδιανό στον ¨ΣΥΝΤΕΚΝΟ¨ το 1972, με ένα ακόμη μεγάλο λυράρη τον Νίκο τον Σκευάκη. Τον οποίο βέβαια τον ήξερα από πιο παλιά ακόμα, τον Νίκο (τον Σκευάκη), τον ήξερα από την Κρήτη ακόμα. Είχαμε ένα συμπεθεριό με τον Νίκο τον Σκευάκη. Τους γνώρισα λοιπόν το 1972 και από τότε ήταν σαν να μου κάνανε μια ένεση. Η μουσική που βγάζανε, που παρήγανε  αυτοί οι δύο καλλιτέχνες σαν να ‘ταν ένεση για μένα. Ήρθε – ήρθε –ήρθε λοιπόν το πέρασμα του χρόνου και το 1980, κάθομαι στο ίδιο πάλκο με τον μεγάλο Νίκο Καδιανό, εγώ νεαρός καλλιτέχνες τότε στα πρώτα βήματα του επαγγελματισμού και άρχισα λοιπόν να ρουφάω από δίπλα που καθόμουνα, να ρουφάω την τέχνη του, τον επαγγελματισμό του, γενικά οτιδήποτε είχε, που αφορούσε την μουσική. Μέχρι που έγινε άλλο ένα μεγάλο μπαμ το 1989-90.  Εκάτσαμε στο ίδιο πάλκο εγώ, ο συχωρεμένος ο Νίκος ο Καδιανός και ο Νίκος Σκευάκης. Δηλαδή μετά από είκοσι χρόνια η ένεση που μου είχαν κάνει αυτοί με τη μουσική τους, με έφερε να κάθομαι στο ίδιο πάλκο μαζί τους. Αυτά βέβαια, αυτά τα πράματα δεν είναι εύκολο να τα ζει ένας καλλιτέχνης. Εγώ μπορώ να πω ότι ήμουνα και πολύ τυχερός από αυτό το θέμα. Μέχρι που φτάνανε πολλοί συνάδελφοι τότε να λένε: ¨Ρε, είσαι τελικά πολύ ¨κωλόφαρδος¨ μου λένε: να έχεις δύο τέτοια θεριά να παίζουνε για πάρτη σου να τραγουδάς¨. Λόγω τιμής αυτό μου λέγανε πολλοί συνάδελφοι.
 Ν.Κ. Ναι υπήρχαν πραγματικά αυτά. Θα κάνουμε και αναφορά παρακάτω γι’ αυτή τη συνεργασία. Λέγανε ότι σε αυτό το δίδυμο ήταν τυχεροί όλοι. Θα θέλαμε να μας πεις για τα πρώτα σου ακούσματα και την πρώτη επαφή με την Κρητική Μουσική. Πότε, που και ποιοι ήταν αυτοί που πρωτάκουσες στα δικά σου αυτιά και σ’ επηρέασαν;
 Μ.Μ. Εδώ να σας επώ κάτι.
 Ν.Κ. Στον ενικό. Γιατί εγώ τις ερωτήσεις τις κάνω στον ενικό και εσύ απαντάς στον πληθυντικό.
 Μ.Μ. Νίκο θα στα λέω στον ενικό. Εγώ στο χωριό που ήμουνα από παιδί ακόμα, θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος έχω την τύχη να ζει ακόμα καλή του ώρα λοιπόν εκεί που είναι. Είναι 87 χρονών τώρα, και έπαιζε λοιπόν λύρα, και έπαιζε στα γλέντια του χωριού. Εκτός λοιπόν από τον πατέρα μου είχα κι ένα μπάρμπα μου, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Ο Νικολούδης ο Ανδρέας ο οποίος για κείνα τα χρόνια ήταν λίγο πιο επαγγελματίας από τον πατέρα μου και από έναν άλλο μπάρμπα μου πιο∙ και ακολουθούσε ένα στυλ, τα ακούσματα του συχωρεμένου του Λευτέρη του Γαλιανού. Λοιπόν από αυτά τα ακούσματα εγώ είχα τα πρώτα ερεθίσματα στα αυτιά μου. Από αυτά τα ακούσματα του πατέρα μου, του συχωρεμένου του μπάρμπα μου του Νικολούδη, του Ζαχαριουδάκη του Νίκου, ενός άλλου λυράρη στο χωριό μας. Και όταν ήθελα να ξεκινήσω μουσική, ήθελα να ξεκινήσω να μάθω λύρα Νίκο, το ξέρεις; Αλλά οι εποχές βλέπεις τότε δεν με άφησε ο πατέρας μου, μου έκρυψε τη λύρα τότε για να πάω στα γράμματα, αλλά…
Ν.Κ. Αυτή ακριβώς Μανώλη είναι και η επόμενη ερώτηση. Είπες προηγουμένως ότι η οικογένειά σου έβγαλε πολλούς καλλιτέχνες….
 Μ.Μ. Ναι, επαγγελματίες καλλιτέχνες.
 Ν.Κ. Είτε επαγγελματίες είτε ερασιτέχνες, καμιά φορά οι ερασιτέχνες ήταν καλύτεροι από τους επαγγελματίες γιατί λειτουργούσαν συναισθηματικά. Κατά την ταπεινή μου γνώμη. Να επαναλάβω, ότι η προσπάθεια αυτή που κάνουμε σήμερα εδώ, είναι καθαρά ερασιτεχνική δεν είναι επαγγελματική…
 Μ.Μ. Ακριβώς γι’ αυτό το αποδέχομαι και εγώ επειδή…
 Ν.Κ… και δεν φιλοδοξώ σε καμία περίπτωση ούτε να πάρω τον ρόλο του δημοσιογράφου ούτε τίποτα. Είναι από αγάπη για τον τόπο που μεγάλωσα, για τον τόπο που κατάγομαι, για τον τόπο που με έμαθε να αγαπώ ο πατέρας μου. Πάμε παρακάτω Μανώλη. Θέλω να μου πεις τι ήταν αυτό που σε ώθησε να ασχοληθείς με το λαούτο και όχι με κάποιο άλλο παραδοσιακό όργανο της Κρήτης. Τη λύρα, το μπουλγαρή ή με οτιδήποτε άλλο;
Μ.Μ. Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Απλώς όταν μου πέρασε τέλος πάντων σαν παιδί η κάψα για να μάθω λύρα, για ένα χρονικό διάστημα πήγα γυμνάσιο – εξατάξιο γυμνάσιο γιατί τότε δεν υπήρχε λύκειο, υπήρχε εξατάξιο γυμνάσιο τότε, και φεύγοντας από την Κρήτη και ερχόμενος στην Αθήνα, έτυχε μια μέρα από κει στο Μοναστηράκι να βρεθώ και να πάρω ένα μπουζούκι στα χέρια μου, ένα μπουζούκι το οποίο ήταν φτηνιάρικο. Και εγώ στο μπουζούκι δεν ξεκίνησα να παίζω λαϊκά, κρητικά έπαιζα, αυτά που είχα στο μυαλό μου. Αυτά που είχα ακούσματα. Μέχρι που κάποια στιγμή τέλος πάντων οδηγήθηκα κι έπιασα το λαούτο, με ποια αιτία;  Με την αιτία ότι της μάνας μου ένας αδερφός που ήταν λαουτιέρης, ήταν στη Γερμανία, ήρθε με άδεια από τη Γερμανία, κράταγε το λαούτο του να πούμε εδώ, και ξαφνικά βρέθηκε στου Φραγκεδάκη στο Ηράκλειο, και έφτιαξε ένα καινούργιο, και το παλιό έτσι από αυθορμητισμό μου λέει: ¨Κράτα το ρε, μου λέει, να μάθεις¨, έτσι ξεκίνησα. Πρώτη φορά που έπιασα λαούτο στα χέρια μου ήταν, έτσι αυθόρμητα ας πούμε. Ενώ έπαιζα κάποια πράγματα στο μπουζούκι- κρητικά- δεν ήταν λαϊκά ας πούμε, και έτσι έπιασα το πρώτο λαούτο. Και αυτό έγινε, Νίκο μπορώ να σου πω, ούτε ολόκληρο χρόνο πριν πάω φαντάρος. Ένα χρόνο πριν πάω φαντάρος έπιασα το πρώτο λαούτο στα χέρια μου. Δεν έπιασα μικρός, μεγάλος.
Ν.Κ. Το μεράκι κι η αγάπη καμιά φορά Μανώλη,  είναι το καλύτερο Ωδείο…
 Μ.Μ. Εδώ ήθελα να πω κάτι. Ότι εγώ αν έκανα καριέρα στην Κρητική Μουσική, έκανα καριέρα περισσότερο σαν τραγουδιστής Κρητικός, παρά σαν λαουτιέρης, δηλαδή παίκτης. Είχα τέτοια θεριά δίπλα μου σαν τον Καδιανό, και μου έπαιζε να πούμε. Αφού μια φορά σε ένα γλέντι ξέρεις τι μου έκανε: ¨Κατέβηκε από κει που καθότανε, είχαμε σταματήσει – που παίζαμε τώρα- κατέβηκε κι είχε πάρει μια χαρτοταινία στα χέρια του, και ήρθε γύρω – γύρω και μου λέει: ¨Πιάσε εκέ¨, πιάνω λοιπόν το κοντάρι του λαούτου και πήγε με τη ταινία να μου δέσει το χέρι∙ του λέω:¨ Τι κάνεις εκέ¨, ¨Εγώ ρε, μου λέει, θέλω να σε ακούω να τραγουδείς, να πούμε, δεν θέλω εγώ να παίζεις. Εγώ τι θα κάνω εδώ; Εγώ παίζω. Εγώ θέλω να σε γρικώ να τραγουδείς¨, ναι ο συχωρεμένος¨. Ο Θεός να τον συγχωρέσει.
 Ν.Κ. Ναι τα έκανε κάτι τέτοια (γέλια στην παρέα). Μανώλη ασχολείσαι πολλά χρόνια με τη μουσική, με τη παράδοση και τον πολιτισμό της Κρήτης. Πες μας δύο λόγια για την πορεία του πολιτιστικού κινήματος. Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια ζεις στην Ελευσίνα και έχεις και εσύ και η οικογένειά σου άριστη επαφή κι άριστη ενασχόληση με τα πολιτιστικά. Πες μας τη γνώμη σου για αυτά.
 Μ.Μ. Η γνώμη μου είναι θετική όσον αφορά τη προσπάθεια που γίνεται για τη διατήρηση των εθίμων του τόπου μας. Η γνώμη μου είναι θετική. Έχω όμως και μια μικρή παρένθεση. Διακρίνω μέσα σε όλη μου αυτή την πορεία αγκαλιά με το λαούτο, και στα πάλκα επάνω και στις εκδηλώσεις και στους χορούς και στους Συλλόγους, διακρίνω ότι κάπου-κάπου μερικοί που εμπλέκονται μέσα στο Πολιτιστικό Κίνημα τη λέξη παράδοση την έχουνε ξεφτίσει λιγάκι. Λυπάμαι που το λέω, αλλά πρέπει κάποιες στιγμές να ειπωθούν και αλήθειες. Έτσι δεν είναι; Εγώ διακρίνω μερικούς που τη λέξη παράδοση, την εκμεταλλεύονται με διαφορετικούς τρόπους. Άλλοι θέλουν να βγάλουν μεροκάματο, άλλοι θέλουν… - και εγώ έβγαζα μεροκάματο έτσι;
 Ν.Κ. Πιστεύεις δηλαδή ότι η λέξη ¨παράδοση¨ ταυτίζεται καμιά φορά με τη προσωπική προβολή;
 Μ.Μ. Να βάλουμε ποσοστά; Δεν θα ήθελα να βάλουμε ποσοστά, γιατί ¨βαροκαμπανίζουνε¨ τα ποσοστά που θα βάλω εγώ. Λοιπόν έχουνε τα αυτιά μου ακούσει εκτός από νότες, έχουν ακούσει και πάρα πολλές πα-ρα-νό-τες μέσα στην παράδοση. Και δεν θέλω ας πούμε γιατί δεν σου κρύβω ότι αν δεν υπήρχαν ορισμένα πράγματα που να με κρατάνε, να αγαπώ πραγματικά όπως κι εσείς αυτή τη δουλειά που κάνουμε, και αυτή την παράδοση που μας δώσανε. Γιατί η λέξη παράδοση τι είναι; Παίρνουμε και δίνουμε. Έτσι…
 Ν.Κ. Μεταβιβάζουμε.
 Μ.Μ. Ναι μεταβιβάζουμε, ακριβώς.
 Ν.Κ. Μεταφυτεύουμε, ας πούμε σε εισαγωγικά.
 Μ.Μ. Λοιπόν, πρέπει να έχουμε και λίγο-λίγο σεβασμό, έτσι; Είπαμε λοιπόν ότι πολλοί είναι αυτοί, που όχι σεβασμό δεν έχουν, αλλά ας μην ονοματίσω. Δεν σου κρύβω ότι στις εκλογές της ¨Παγκρητίου¨ έτυχε να βρεθώ κάποια στιγμή, πήγα να ψηφίσω εκεί πέρα και είναι η μοναδική ίσως μέρα που μπορείς να συναντήσεις πάρα πολλούς φίλους – γνωστούς τόσα χρόνια στα μαγαζιά στους Συλλόγους, τους συναντάς εκείνη την ημέρα μαζεμένους.
 Ν.Κ. Όλα αυτά τα χρόνια Μανώλη έχεις κάνει πολλές συνεργασίες σχεδόν με όλους τους καλλιτέχνες…
 Μ.Μ. Ναι. Όχι με όλους αλλά τέλος πάντων με το μεγαλύτερο ποσοστό. Ναι.
 Ν.Κ. ποιες από τις συνεργασίες κατά τη γνώμη σου, έχουν σημαδέψει τη μουσική σου καριέρα και πορεία στον χώρο;
 Μ.Μ. Κοίταξε. Βασικά η…
 Ν.Κ. Όλες είναι σεβαστές. Απλά κάποιες θα είναι ξεχωριστές.
 Μ.Μ. Ναι, ναι. Εγώ έχω να πω το εξής: όπως έλεγε και ο συχωρεμένος ο Νίκος ο Καδιανός, ο ρόλος του λαούτου της εποχής μας, γιατί εγώ περισσότερο συγγενεύω με τη παλιά φουρνιά τους καλλιτέχνες παρά με τη νέα. Ο ρόλος του λαούτου της εποχής μας επάνω στο πάρκο ήτανε ρόλος συνοδευτικός της λύρας. Έπρεπε ο λαουτιέρης να παίρνει το ύφος του εκάστοτε λυράρη που συνοδεύει. Αυτός ήταν ο καθαρός ρόλος του λαούτου, τα χρόνια που παίζαμε εμείς επαγγελματικά. Κατά συνέπεια λοιπόν με κάθε λυράρη που έπαιζα, προσπαθούσα να πάρω το ύφος του. Να τον βοηθήσω, να παρουσιάσει αυτά που παίζει στη λύρα, να παρουσιαστούνε πιο δεμένα, πιο όμορφα. Από κει και ύστερα υπήρχανε βέβαια… Ν.Κ. Μήπως αυτό σε εμπόδισε εσένα να εκφράσεις το δικό σου ύφος; Υπήρχαν φορές που καταπίεσες τον ¨μουσικός σου εαυτό¨ για επαγγελματικούς σκοπούς;
Μ.Μ. Όχι δεν θέλω να το πω αυτό. Γιατί εγώ σου είπα και πρωτύτερα εκφραζόμουν φωνητικά-τραγουδιστικά. Εγώ απλώς είχα απαίτηση από τον λυράρη, τον εκάστοτε λυράρη που έπαιζα, να μου παίξει κάποια πράγματα να τραγουδήσω, να εκφραστώ. Από κει και πέρα ο ρόλος του λαούτου για μένα στις περισσότερες φορές ήταν δευτερεύων επάνω στο πάλκο. Πρωτεύοντα ρόλο για μένα ας πούμε, όλα αυτά τα χρόνια είχα την έκφρασή μου με το τραγούδι, και σου είπα ότι αν έκανα μία άλφα καριέρα στην Κρητική μουσική ήταν περισσότερο σαν τραγουδιστής. Για αυτό την εποχή που συνεργάστηκα με τον Νίκο τον Καδιανό, και τον Νίκο το Σκευάκη, κάποια συνάδελφοι μου λέγανε: ¨ Ρε συ είσαι πολύ τυχερός που έχεις δύο τέτοια θεριά να σου παίζουν να τραγουδάς¨, με κατάλαβες; Δεν μπορώ να πω δηλαδή ότι καταπίεσα τον εαυτό μου. Έτσι; ότι τον έβγαλα έξω από τα όρια μου για να βοηθήσω επαγγελματικά κάποιο λυράρη να παίξει. Γιατί σου είπα ότι ο ρόλος μου ήταν κάπως πιο διαφορετικός. Και μπορώ να πω ότι και οι συνεργασίες που έκανα, δηλαδή οι προτάσεις που είχα περισσότερο έγιναν από ανθρώπους οι οποίοι χρειαζόταν τραγούδι επάνω στο πάλκο ή στο μαγαζί ή στο γλέντι με κατάλαβες;
Ν.Κ. Τα τελευταία χρόνια Μανώλη δημιουργούνται πολλές δισκογραφίες – δισκογραφικές δουλειές από νέους καλλιτέχνες όπου μέσα περιλαμβάνονται νεότερες εκτελέσεις παλιότερων κομματιών, του Μουντάκη, του Σκορδαλού, του Κλάδου, κλπ. Ποια είναι η γνώμη σου για αυτές τις δισκογραφικές δουλειές; Πιστεύεις ότι είναι καλό να επανέρχονται παλιά κομμάτια παιγμένα με νέες εκτελέσεις ή μια καινούργια δισκογραφική δουλειά ενός νέου καλλιτέχνη πρέπει να περιέχει πάντα κάτι καινούργιο και διαφορετικό από τα άλλα;
 Μ.Μ. Εδώ θα μπορούσα να απαντήσω με δύο σκέλη. Έχω την αίσθηση ότι αν δεν ανανεώνονται και κάποια παλιά ακούσματα, δεν ισχύει ο όρος της πα-ρά-δο-σης. Του παραλαβαίνω και παραδίνω. Έτσι δεν είναι; Έχω την αίσθηση λοιπόν ότι αν δεν ανανεώνονται και κάποια πράγματα, είναι φυσικό επακόλουθο κάποια στιγμή να ξεχαστούν. Θα μείνουν μόνο στα αρχεία, στις δισκοθήκες. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι επειδή από την φύση του, ο άνθρωπος, το ανθρώπινο αυτί έχει την περιέργεια να ακούσει κάτι καινούργιο. Εγώ πιστεύω ότι η σωστή ανανέωση ενός κομματιού, με την έννοια της ανανέωσης δηλαδή το να παιχτεί αυτή τη στιγμή και να παιχτεί σωστά, όχι ¨άρτζι – μπούρτζι¨, γιατί αν φτάσουμε σε σημείο ο καθένας ¨ακούει κάτι και αρχίζει να παίζει – και βγαίνει από την άλλη μπάντα του δρόμου¨, ε, αυτό δεν είναι παράδοση και αυτό δεν είναι ανανέωση. Με συγχωρείς δηλαδή… Με το να ανανεώνονται παλιά κομμάτια. Έτσι δεν είναι; Να ανανεώνονται σωστά είμαι υπέρ, γιατί είναι τιμή για κάθε παλιό καλλιτέχνη που έγραψε ένα κομμάτι – το έγραψε στην εποχή του – είναι φυσικό λοιπόν.
 Ν.Κ. Είναι καλό δηλαδή ένα κομμάτι να μένει διαχρονικά και να επαναεκτελείται από νέους καλλιτέχνες;
Μ.Μ. Βεβαίως! Βεβαίως! Ναι, εγώ είμαι υπέρ αυτουνού γιατί έτσι μας θυμίζει από πού καταγόμαστε Νίκο. Τη σημερινή εποχή βομβαρδιζόμαστε από ακούσματα ξενόφερτα, ιστορίες τα οποία μας παραπλανάνε τα αυτιά. Κι αν επιχειρούμε τώρα να γράψουμε κάποια πράγματα καινούργια, φυσικό επακόλουθο είναι να φαλτσάρουμε πάνω στις νότες και να ξεφύγουμε από αυτό που λέμε παράδοση, για αυτό λοιπόν μέσα σε αυτά τα καινούργια που γράφονται πρέπει να υπάρχουνε πάντα τα παλιά ακούσματα εκεί, για να τα έχεις οδηγό. Έτσι είναι η άποψή μου.
 Ν.Κ. Μα την άποψή σου ζητάμε.
 Μ.Μ. Είπαμε ότι ακόμα και από τα παλιά. Είπες για νέες δισκογραφικές δουλειές, οι οποίες ¨ζωντανές ηχογραφήσεις¨ λέγονται, και μπορούν κάποιοι καλλιτέχνες να γράψουν ένα Cd, να το κυκλοφορήσουν με παλιά κομμάτια – παλιών καλλιτεχνών.
 Ν.Κ. Εγώ λέω για ¨νέες δουλειές¨ γιατί ξέρεις πιο καλά από μένα – αυτό που λένε ζωντανές ηχογραφήσεις, είναι στουντιακές ηχογραφήσεις.
 Μ.Μ. Ναι, μπράβο. Εγώ λοιπόν…
 Ν.Κ. Είναι με επεξεργασία Υπολογιστή.
 Μ.Μ. Ναι, ναι…
 Ν.Κ. Έχει την έννοια του ζωντανού, του γλεντιού εκείνης της εποχής.
 Μ.Μ. Εγώ λοιπόν έχω να πω το εξής: Έχεις την εντύπωση ότι μένει ο κόσμος σε αυτό το στουντιακό που ακούει; Αύριο λοιπόν που θα κυκλοφορήσει ένα Cd,μια καινούργια ζωντανή ηχογράφηση που είναι στουντιακή και έχε παίξει το ρόλο του ο Υπολογιστής, τον καλλιτέχνη αυτόν δεν θα τον ακούσει σε κάποιο πάλκο; Αν το αυτί σου εσένα δουλεύει σωστά θα μπορείς να διακρίνεις αν αυτά που ακούς στο Cd είναι σωστά, - αυτά που παίζει στο πάλκο επάνω - είναι ζωντανά.
 Ν.Κ. Κατά πόσο  αντιπροσωπεύουν και τον ίδιο τον καλλιτέχνη.
 Μ.Μ. Ακριβώς. Εκεί φαίνεται∙ εκεί. Πρόσεξέ με, παλιότερα εγώ… δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, δεν υπήρχαν τα Cd, δεν υπήρχε η ευρεία διάδοση της κασέτας, του δίσκου, δεν ξέρω τι… Και για να γνωριστεί ένας καλλιτέχνης έπρεπε να φύγει από κάθε χωριό, να παίξει στο άλλο, να τον γνωρίσει ο κόσμος, να τον ακούσει ¨Εδώ ωραίος αυτός ρε, έτσι-αλλιώς¨. Τώρα γράφεις ένα Cd, σήμερα το απλώνεις με έναν Courier, σε όλο τον κόσμο και παίζει σε όλους τους σταθμούς ταυτοχρόνως και άμα τα σκάσεις κιόλας… και γίνεσαι μέσα σε 24 ώρες γνωστός. Έτσι δεν είναι;
 Ν.Κ. Στα δέκα κομμάτια, το ένα θα γίνει γνωστό.
 Μ.Μ. Για αυτό λέμε τώρα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην ξεχωρίσει ο καλός. Ο καλός θα ξεχωρίσει γιατί θα ακουστεί και ζωντανά. Δεν θα πειστεί για άλλα μέσα, να βγάλει μόνο Cd.
 Ν.Κ. Μανώλη μου ήρθε τώρα μια ερώτηση αυτή τη στιγμή που κουβεντιάζουμε. Είναι αλήθεια ότι παλιά οι Εταιρείες υποχρέωναν τους καλλιτέχνες να προπληρώσουν έναν αριθμό δίσκων για να κάνουν κάποιες δισκογραφίες;
 Μ.Μ. Ναι. Έτσι τουλάχιστον κυκλοφόραγε τα χρόνια εκείνα που άκουγα εγώ, που δεν σου κρύβω ότι και κάποια στιγμή…
 Ν.Κ. Ενώ τώρα πληρώνουν οι ίδιες οι Εταιρείες τους καλλιτέχνες.
 Μ.Μ. Ναι. Κάποια στιγμή ήθελα να πω το εξής: Δεν είναι απόλυτο κι αυτό. Μην ξεγελιόμαστε. Είναι τα πράγματα  συγκεχυμένα . Πολύ συγκεχυμένα, εγώ έχω να πω.
 Ν.Κ. Έχεις ρίξει κεραμίδες!
 Μ.Μ.(Γελώντας). Εγώ λοιπόν έχω να πω το εξής: Ότι αυτή τη στιγμή ενώ με προτροπή του συγχωρεμένου του Νίκου του Καδιανού πήγα να γράψω τον πρώτο δίσκο με τον Ζαχάρη  Μελεσανάκη. Φτάσαμε σε σημείο λοιπόν και κάναμε πρόβες… κι αυτό… κι εκείνο… και τ’ άλλο… Τελικά δεν έγινε αυτή η προσπάθεια ποτέ.
Ν.Κ. Επίσης Μανώλη τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στα Κρητικά συγκροτήματα ότι εκτός από τα παραδοσιακά όργανα λύρα κι λαούτο έχουν μπει και κάποια άλλα συνοδευτικά όργανα. Όπως τα κρουστά, το μπάσο…
Μ.Μ. Οι κιθάρες που δεν υπήρχανε.
Ν.Κ. Καλά η κιθάρα είχε ξεκινήσει από παλιότερα.
Μ.Μ. Ναι, εντάξει μόνο η κιθάρα.
 Ν.Κ. Και η κιθάρα. Πιστεύεις ότι αυτή η ¨εισβολή¨αυτών των οργάνων αλλοιώνει τον παραδοσιακό χαρακτήρα; Βοηθάει ή χαλάει το ηχόχρωμα της Κρητικής μουσικής;
Μ.Μ. Εγώ έχω την εντύπωση Νίκο ότι αν μπούνε σωστά κάποια όργανα – γιατί πρόσεξέ με τώρα, ακούμε τώρα κάποια συγκροτήματα- κι έχουν τώρα μια βαρέλα δίπλα και βαράει ¨μπαμ-μπουμ¨ και δεν ακούς ούτε λαούτο, ούτε λύρα ακούς, ούτε τραγούδι ακούς, ούτε τίποτα. Αυτά τα απορρίπτω. Όταν είναι όμως σωστά δεμένα πάνω στο πάλκο με μέτρο, εγώ πιστεύω ότι βοηθάνε. Πλουτίζουνε τη μουσική, το άκουσμα στα αυτιά μας έρχεται πιο γεμάτο, πιο όμορφο. Δεν νομίζω ότι αν θέλουμε να παίξουμε
Ν.Κ. Επίσης Μανώλη τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στα Κρητικά συγκροτήματα ότι εκτός από τα παραδοσιακά όργανα λύρα κι λαούτο έχουν μπει και κάποια άλλα συνοδευτικά όργανα. Όπως τα κρουστά, το μπάσο…
 Μ.Μ. Οι κιθάρες που δεν υπήρχανε.
 Ν.Κ. Καλά η κιθάρα είχε ξεκινήσει από παλιότερα.
 Μ.Μ. Ναι, εντάξει μόνο η κιθάρα.
 Ν.Κ. Και η κιθάρα. Πιστεύεις ότι αυτή η ¨εισβολή¨ αυτών των οργάνων αλλοιώνει τον παραδοσιακό χαρακτήρα; Βοηθάει ή χαλάει το ηχόχρωμα της Κρητικής μουσικής;
Μ.Μ. Εγώ έχω την εντύπωση Νίκο ότι αν μπούνε σωστά κάποια όργανα – γιατί πρόσεξέ με τώρα, ακούμε τώρα κάποια συγκροτήματα- κι έχουν τώρα μια βαρέλα δίπλα και βαράει ¨μπαμ-μπουμ¨ και δεν ακούς ούτε λαούτο, ούτε λύρα ακούς, ούτε τραγούδι ακούς, ούτε τίποτα. Αυτά τα απορρίπτω. Όταν είναι όμως σωστά δεμένα πάνω στο πάλκο με μέτρο, εγώ πιστεύω ότι βοηθάνε. Πλουτίζουνε τη μουσική, το άκουσμα στα αυτιά μας έρχεται πιο γεμάτο, πιο όμορφο. Δεν νομίζω ότι αν θέλουμε να παίξουμε ¨το Πρώτο Συρτό¨ θα το αλλοιώσει το μπάσο ή το κρουστό.
Ν.Κ. Ο οποίος είναι η κορωνίδα της μουσικής αυτή τη στιγμή. Έτσι;
 Μ.Μ. Έτσι δεν είναι; Είναι δυνατό λοιπόν που παίζεται οχτακοσό λογιό.
 Ν.Κ. Δεν εννοείται Κρητικό χορευτικό συγκρότημα να μην ξεκινήσει από αυτό το σκοπό.
 Μ.Μ. Είναι δυνατό τώρα ο ¨πρώτος¨ να αλλοιωθεί να πούμε, ξέρω εγώ το κρουστό απάνω ή ξέρω εγώ να σου κάνει  ¨πλάτη¨ ένα αρμόνιο ή η κιθάρα δίπλα ή το μπάσο, δεν χαλάει. Ο πρώτος θα βγει ο πρώτος βέβαια.
 Ν.Κ. Δεν φταίει το όργανο, φταίει η οργάνωση ας πούμε.
 Μ.Μ. Ακριβώς.
 Ν.Κ. Μανώλη έχεις πολλά χρόνια στον χώρο. Δισκογραφικά δεν έχεις κάνει κάτι.
 Μ.Μ. Όχι. Δεν έχω κάνει από καθαρές συγκυρίες.
 Ν.Κ. Πως έγινε αυτό; Είπες προηγουμένως ότι κάποια εποχή έφτασες κοντά.
 Μ.Μ. Ναι βέβαια. Από συγκυρίες. Από καθαρές συγκυρίες. Ίσως να μην το κυνήγησα κι εγώ όσο έπρεπε Νίκο και θα σου πω γιατί. Γιατί εγώ  από ό,τι ξέρεις δούλευα και σε άλλη δουλειά το πρωί. Κατά συνέπεια ήταν πάρα – πάρα πολύ δύσκολο να ξενυχτάς το βράδυ μέχρι ξημερώματα, και εφτά η ώρα το πρωί να έχεις χτυπήσει κάρτα στη φάμπρικα – στο εργοστάσιο. Ήταν πάρα πάρα πολύ δύσκολο για μένα. Και μένα πρωταρχικός μου σκοπός ήταν να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Λοιπόν δεν είχα βοήθειες από πουθενά και έτσι σου είπα ότι το λαούτο το είχα σαν δεύτερο μεροκάματο για να μπορέσω να χτίσω το σπίτι μου, να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να αλλάξω το αυτοκίνητό μου, ήταν ανάγκες οικογενειακές, δεν τις έκανα δηλαδή από χόμπι. Για αυτό λέμε τώρα ότι και εκείνα τα χρόνια παράδειγμα, έβλεπες και έπαιζαν στο πάλκο επάνω μια λύρα κι ένα λαούτο ή δύο λαούτα, ξαφνικά μπήκε και η κιθάρα, μπήκε και το μπάσο, και τώρα βλέπεις κάποια συγκροτήματα και είναι δέκα νοματαίοι. Τώρα το τι μεροκάματο παίρνουνε. Τώρα άλλος λογαριασμός. Γιατί να τα λέμε και αυτά. Η εποχή που φτάσαμε τώρα – έχουμε φτάσει να μην πω… στην απαξίωση.
 Ν.Κ. Πιστεύεις τώρα ότι τα μουσικά όργανα μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν βιοποριστικό παράγοντα. Εγώ ας πούμε ξέρω πέντε άτομα τα οποία είναι καλλιτέχνες και κάνουν κι άλλη δουλειά. Δεν επαρκούνται μόνο στο όργανο. Πιστεύεις ότι μπορεί να ζήσει κάποιος μόνο και μόνο από ένα όργανο;
 Μ.Μ. Για να μπορέσει να ζήσει Νίκο πρέπει να υπάρχουν προϋποθέσεις. Πρέπει να υπάρχουν πολλές προϋποθέσεις. Και οι εποχή μας δεν προσφέρεται για πολλές προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις μπορεί να κρατήσουν πέντε – δέκα- δεκαπέντε – είκοσι χρόνια. Ένας καλλιτέχνης για να είναι στο προσκήνιο είκοσι χρόνια, αν αυτά τα είκοσι χρόνια δεν τα εκμεταλλευτεί, δηλαδή να πάρει πέντε φράγκα παραπάνω, αν δεν τα εκμεταλλευτεί να κάνει – να διευρύνει ας πούμε τις ασχολίες του με κάποιο άλλο αντικείμενο, εκτός από τη μουσική, θα μπορέσει να τη ¨βγάλει¨. Καθαρά όμως να πει ότι είμαι επαγγελματίας μουσικός κρητικός, εγώ πιστεύω ότι είναι δύσκολο –πάρα πολύ δύσκολο.
 Ν.Κ. Εάν σε βάλω να συγκρίνεις τα χρόνια που ξεκίνησες με τα τωρινά χρόνια, ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές βρίσκεις;
 Μ.Μ. Καταρχήν σαν παράδειγμα θα φέρω ότι τώρα αυτά που διακρίνω βέβαια είναι μεγάλη διαφορά η ¨συμπεριφορά του κόσμου¨, απέναντι στην ίδια τη μουσική, απέναντι στον καλλιτέχνη, απέναντι στα όργανα. Μεγάλη διαφορά – δηλαδή να σου πω ένα παράδειγμα: Κατεβαίνω στην Κρήτη να παίξω σε κανένα γάμο τώρα, και ο γάμος μπορεί να τελειώσει μία – μιάμιση ώρα. Αυτός δεν είναι γάμος για μένα δεν είναι γλέντι. Και για να κρατήσουνε το γλέντι το κρατάνε 50-80 νομάτοι μέχρι της πέντε η ώρα, και από τις δύο η ώρα κι ύστερα λένε μαντινάδες. Μόνο μαντινάδες. Και είναι δέκα νομάτοι – δεκαπέντε και είναι αγκαλιασμένοι και χορεύουν εκιά σιγανό, και οι υπόλοιποι παίζουν παλαμάκια και λένε μαντινάδες με τους οργανοπαίκτες. Λοιπόν κάποτε, θυμάμαι εγώ και ξεκινάγαμε και λέγαμε μαντινάδες στα μαγαζιά, και έβλεπα τον κόσμο γυναίκες και άντρες και βγάζανε χαρτάκια και γράφανε μαντινάδες. Και καμιά φορά δεν προλαβαίνανε και κατέβαινες εσύ μια βόλτα, να πας για την τουαλέτα και σου λέγανε: ¨Πως την είπες μωρέ αυτή τη μαντινάδα, γιατί δεν πρόλαβα να τη γράψω¨ με κατάλαβες: Υπήρχε – καταρχήν τον καλλιτέχνη τον σεβόντουσαν. Τώρα; Βέβαια, τι να πω; Βλέπω κάτι αλλόκοτες συμπεριφορές. Δηλαδή εν γένει  η συμπεριφορά της Κοινωνίας μας με έχει προβληματίσει πάρα πολύ. Βλέπεις στον δρόμο δηλαδή κάτι ανεξήγητες συμπεριφορές και λες: ¨Ρε, τι έγινε να πούμε¨. Που πήγε το μέτρο της λογικής, δεν υπάρχει καθόλου.
 Ν.Κ. Κατά τη γνώμη σου ισχύει αυτό που λέγανε ότι όσο πιο παλιά τόσο πιο καλά;
 Μ.Μ. Κοίτα εδώ να μην τα συγχέουμε στο θέμα. Σε ορισμένα πράγματα ήταν παλιότερα, ήταν πιο καλά, πιο αγνά, πιο όμορφα τα γλέντια. Έβλεπες, τώρα καταρχήν έχει επικρατήσει στα μαγαζιά τα δικά μας και χαμηλώνει το φως τώρα ή ξεκινάει το συγκρότημα να παίζει μία η ώρα, δηλαδή με συγχωρείς η οικογένεια, εκείνο το παιδί – το παιδάκι των οκτώ χρονών, των δέκα χρονών που μπορεί να το πάρει ο πατέρας του με τη μάνα του να πάνε να ακούσουν μια κοντυλιά ζωντανά, να του προξενήσει το ενδιαφέρον ο καλλιτέχνης, να θελήσει να του κεντρίσει το ενδιαφέρον να πιάσει αύριο ένα όργανο, να μάθει δηλαδή, πρέπει να το βάλει να κοιμηθεί ίσα με της δέκα η ώρα η μάνα του, και δέκα η ώρα να το ξυπνήσει, να πάνε μία η ώρα –να ξεκινήσουνε – και… κάτσε καλά τώρα, φεύγουμε πάρα πολύ σου λέω –  πάρα πολύ.
 Ν.Κ. Εάν όπως είπα και προηγουμένως έχεις παίξει με πολλούς καλλιτέχνες. Εάν σου ζητήσω κι αν θέλεις να μου πεις, ποιοι από τους νέους καλλιτέχνες ακούγοντάς τους ή αν κάποιους από τους νέους καλλιτέχνες να μην πούμε ονόματα, ακούγοντας το παίξιμό τους σου φέρνουν στον νου, παλιούς καλούς καλλιτέχνες;
 Μ.Μ. Κοίταξε εδώ. Διακρίνω εγώ μια μια διαφορά. Τα παλιότερα χρόνια από ό,τι λέγαμε, έπαιζε στο πάλκο απάνω ή σε μια δισκογραφική δουλειά μια λύρα ή δύο λαούτα και το πολύ πολύ και μια κιθάρα. Τώρα βλέπεις ένας λυράρης επαγγελματίας αν θέλεις, και πλαισιώνεται από άλλα πέντε όργανα. Και φυτεύει ¨ τη λύρα ανάμεσα στα πέντε όργανα, που εσύ πλέον πρέπει να έχεις πεπειραμένο αυτί για να μπορείς να διακρίνεις το τι παίζει. Αν παίζει Αν παίζει ¨γεμάτη¨ λύρα, αν παίζει σωστή, αν αυτό, αν εκείνο… πολλά είναι τα τέτοια. Αυτή τη στιγμή – η πρόσθεση των πολλών οργάνων σε ένα συγκρότημα ¨αδυνατίζει¨ το ρόλο της λύρας. Πως το μπουζούκι παράδειγμα, σαν πρώτο όργανο, το κλαρίνο αν θέλεις, το βιολί παίζει σε κάποια και βλέπεις μια ορχήστρα δέκα νοματαίους δίπλα και παίζουν, και απλώς κάνει ανταποκρίσεις. Έτσι; Το ίδιο κάνει και η λύρα, και καμιά φορά λοιπόν, ο λυράρης το ρίχνει μόνο στο τραγούδι και σολάρουν τα λαούτα δίπλα και γίνεται… ναι, έτσι είναι. Δηλαδή είναι δύσκολο να πεις… Υπάρχουν βέβαια κάποιοι καλλιτέχνες. Καταρχήν έχω να πω το εξής: Ότι έχουν βγει νέα παιδιά που έχουν φοβερές δυνατότητες – εκτελεστικές δυνατότητες – που είναι φοβερές. Έχουνε χέρια δηλαδή που η ευχέρειά τους, τα δάχτυλά τους είναι λες και τα έχουν συνδέσει με ρεύμα. Έχουν φοβερές εκτελεστικές δυνατότητες, από κει και ύστερα το πόσο υπάρχει παραπλάνηση ξέρω εγώ, φαλτσάρισμα της παλιάς αυθεντικής μουσικής, που την έχουμε ακούσει εμείς με κάτι νεότερο. Αυτός είναι άλλος λογαριασμός. Αλλά το ότι υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες… και κάτι άλλο. Τα περισσότερα – όχι τα περισσότερα – το 90 το 95% των νέων παιδιών που βλέπεις κι ασχολούνται με τα όργανα, τώρα καταρχήν αρχίζουν πλέον να συνονογιούνται στην ορολογία της μουσικής με νότες! Που αυτό εμείς οι παλιότεροι δεν το είχαμε, εμείς παίζαμε ακουστικά. Δεν ξέραμε εμείς νότες. Και τώρα βλέπεις τα νέα παιδιά, οι περισσότεροι και είναι ας πούμε… γνωρίζουν και πέντε πράγματα και μπορούν να συνεννοηθούν με νότες πλέον. Είναι και αυτό ένα σπαθί!
Ν.Κ. Υπάρχουν πλέον μουσικά γυμνάσια όπου έχουν μπει τα παραδοσιακά όργανα της Κρήτης, και είναι ο άλλος ¨σπουδασμένος¨ πάνω στο όργανο που θέλει να υπηρετήσει. Πως βλέπεις τη συνέχεια της Κρητικής Μουσικής; Δηλαδή εσείς είστε καλλιτέχνες μια άλφα ηλικίας που σιγά σιγά…
Μ.Μ. Ναι-ναι-ναι.
 Ν.Κ. …που κάνετε τον κύκλο σας. Η μουσική πρέπει να έχει συνέχεια…
 Μ.Μ. Βεβαίως.
 Ν.Κ. … αυτή τη συνέχεια πως τη βλέπεις;
 Μ.Μ. Να πω, θα τολμήσω να το πω αυτό, ότι η μουσική μας είναι τελικά μια κουλτούρα και όσο κι αν εμείς εκφράσαμε παλιότερα φόβους ότι θα μπορούσε να σβήσει, να αλλοιωθεί, να ¨μαγαρίσε¨ αν θέλεις, από ορισμένες άλλες Μουσικές, εγώ πιστεύω ότι από τη φύση της σαν μουσική – επειδή είναι επαναστατική μουσική – γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν έχει φόβο. Θα προχωρήσει. Δεν έχει φόβο ό,τι ξενόφερτα κι αν ακουστούνε, οτιδήποτε κι αν συμβεί, εγώ πιστεύω ότι η μουσική μας επειδή είναι επαναστατική μουσική, δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ.
 Ν.Κ. Εάν ερχόντουσαν σήμερα δύο γονείς και σου φέρνανε το παιδί τους, με την εμπειρία σου τι θα συμβούλευες έναν νέο καλλιτέχνη να προσέξει στη μουσική του καριέρα;
 Μ.Μ. Εάν ερχόντουσαν καταρχήν γονείς να μου πούνε: ¨Ξέρεις, θέλουμε να μας βοηθήσεις, να μάθουν τα παιδιά μας όργανο¨. Εγώ προσωπικά δεν θα έβαζα τον εαυτό μου σε αυτήν τη διαδικασία. Ευγενικά θα τους έλεγα, να πάνε να βρούνε, ανθρώπους οι οποίοι έχουν περισσότερη γνώση από μένα να διδάξουν ή μουσική ή όργανο. Αλλά έχω να πω κι ένα βασικό το οποίο μου έχει συμβεί εμένα προσωπικά. Απ’ ότι ξέρεις Νίκο, το αφήνω βέβαια τελευταίο, να αναφέρω ότι έχω  ένα γιο ο οποίος είναι λυράρης αυτή τη στιγμή. Τον έχω ξεκινήσει από πολύ μικρό, και επειδή μου συνέβη με το ίδιο μου το παιδί και με ένα πολύ γνωστό μου παιδί, που ετύχαινε ο πατέρας του να τα ¨’χει χοντρά¨. Είχε χρήμα πολύ. Λοιπόν, κι όταν έβλεπε ας πούμε ο πατέρας του το γιο μου εμένα να πιάνει τη λύρα, και να αρχίζει να παίζει οκτώ – εννιά χρονών, και να λέει: ¨Να, θα βάλω και εγώ το γιο μου να μάθει μπουζούκι¨. Επειδή δεν ήταν ο άνθρωπος Κρητικός, ήθελε το παιδί του να μάθει – μπορώ να σου πω ότι είχε χαλάσει πάνω από είκοσι εκατομμύρια σε δασκάλους, σε όργανα, σε ιστορίες ξέρω εγώ, και δεν  μπόρεσε το παιδί ένα ολοκληρωμένο τραγούδι να παίξει.
 Ν.Κ. Είναι να σε βοηθάει και ο εαυτός σου.
 Μ.Μ. Είναι κάποια πράγματα – θέλω να το δώσω σαν συμβουλή – στους γονείς, το παιδί το οποίο θέλει να μάθει μουσική, ξεχωρίζει. Δηλαδή αν ακούσει μουσική που τον ενδιαφέρει, θα σηκωθεί και θα πάει εκεί κοντά από μόνο του, το ένστικτο το οδηγεί. Υπάρχουν όμως  παιδιά που είτε γιατί ας πούμε έτσι γούσταραν  οι γονείς τους, θέλουν οπωσδήποτε να μάθουν. Ε, αυτοί κάνουν κακό στη μουσική, μπορεί να μάθουν να παίζουν κάποια πράγματα μετά από χρόνια, αλλά αρχίζουν πλέον και κάνουν κακό στη μουσική. Η μουσική είναι δώρο Θεού. Αν ο Θεός δεν στο δώσει – και καμιά φορά απλόχερα, στη μετέπειτα πορεία δεν θα χαλάσει μόνο εσένα, θα χαλάσει και τη μουσική. Δηλαδή θα έχουμε πρόβλημα.
Ν.Κ. Ίσως βγάλουν και λάθος συμπεράσματα.
 Μ.Μ. Βεβαίως.
 Ν.Κ. Μακροχρόνια συνεργασία με τον Νίκο Σκευάκη.
 Μ.Μ. Ναι, βέβαια έντεκα χρόνια.
Ν.Κ. Πες μας δύο λόγια για αυτόν το μεγάλο καλλιτέχνη, που έχει αφήσει το στίγμα του στην Κρητική μουσική κι αυτός;
Μ.Μ. Τον Νίκο το Σκευάκη με μία λέξη ήθελα να τον ονομάσω – εγώ δηλαδή όπως τον άκουγα – έναν ¨εγκεφαλικό καλλιτέχνη¨, δηλαδή η λύρα του, έβλεπες έπαιζε, κι έπαιζε εγκεφαλικά, δηλαδή σου παρουσίαζε κάποια πράγματα – κάποιες στιγμές που δεν ήταν στο πρόγραμμα καν. Έβλεπες έπαιζε κι εκεί που έπαιζε, σου παρουσίαζε πράγματα στο παίξιμο απάνω, τα οποία  μουσικά τουλάχιστον δεν ήταν καταγραμμένα πουθενά. Βγαίνανε και  - έμπαιναν στο μυαλό του και στα χέρια του, και έβγαιναν στη λύρα, δηλαδή, δεν σου κρύβω τα πρώτα χρόνια μέχρι να συνηθίσω, δεν χρειαζότανε να πιω τα ποτά της εποχής ας πούμε στο πάλκο απάνω για να μεθύσω, , ¨μέθαγα¨ από τη μουσική από τη λύρα.
Ν.Κ. Γιατί δεν ήξερες από πού θα ξεκινήσει και που θα τελειώσει.
Μ.Μ. Ναι, ναι. Γι’ αυτό ίσως… εδώ έχω να πω κάτι διαφορετικό. Γι’ αυτό ίσως, δεν μπορέσανε πολλά λαούτα να κάτσουνε δίπλα του. Με πρώτο και αξεπέραστο τον Νίκο Καδιανό, ο οποίος ήταν ο πρώτος ¨ακρογωνιαίος λίθος¨ σε όλες - τις περισσότερες δισκογραφικές δουλειές του Σκευάκη. Μαζί ξεκινήσανε  και γράψανε μια ιστορία μαζί, γιατί δένανε. Θυμάμαι είχαμε πάει κάποτε σε ένα κανάλι, καλή ώρα τέτοιες μέρες ή πιο κοντά στα Χριστούγεννα, μας είχανε καλέσει – δεν θυμάμαι σε ποιο κανάλι, παλιά τώρα…
Ν.Κ. Να σε διακόψω εγώ…
Μ.Μ. Ναι.
Ν.Κ. Το Magic toυ Πειραιά και ο Μαζοκοπάκης.
Μ.Μ. Όχι – όχι σε μεγάλο κανάλι ήτανε. Εκτός από τον Μαζοκοπάκη.
Ν.Κ. Μήπως λες το Κ 29;
Μ.Μ. Νομίζω. Νομίζω το Κ 29 και θυμάμαι…
Ν.Κ. Μια Πρωτοχρονιά.
Μ.Μ. Ναι, Μπήκαμε μέσα λοιπόν να γράψουμε τα κάλαντα, έτσι εορταστικά δεν ξέρω. Και θυμάμαι: Και δεν είχαμε συνεννοηθεί τώρα πως θα ξεκινήσουμε, τι θα παίξουμε. Και θυμάμαι λοιπόν και ξεκινάει ο Σκευάκης και κάνει μια εισαγωγή. Κάνει λοιπόν μια ¨φαντασία¨ ο Σκευάκης και ακούω μια συνέχεια της ¨φαντασίας¨ απ’ τον Καδιανό δίπλα, και εγώ περιμένω δίπλα, τους κρατάω  απλά, μια παύση, μια ισοχορδία, κάνουνε λοιπόν τα γαζέλια τους εκεί κάποια στιγμή, μέχρι να φτάσουνε στο επίκεντρο, το σημείο εκείνο, που έπρεπε να ξεκινήσουμε τη μελωδία, δεν θυμάμαι ποιο κομμάτι ήτανε, για να τραγουδήσω εγώ. Εγώ περίμενα τώρα να τραγουδήσω κι απλώς τους ¨κράταγα μια πλάτη¨- μια ισοχορδία- με το λαούτο. Αλλά θυμάμαι, ενώ μπήκαμε τελείως ασυνεννόητοι μες στο Στούντιο, και ξεκινάει – συνεχίζει ο Καδιανός – ξαναεπανέρχεται ο Σκευάκης ας πούμε, αφού οι ίδιοι οι cameraman ας πούμε εκεί, είχανε μείνει. Έτσι.
N.K. Υπήρχε μια οργανική συμφωνία. Γι’ αυτό και ίσως αυτό το συγκρότημα κράτησε χρόνια για αυτό το λόγο.
Μ.Μ. Ο Σκευάκης ήταν δύσκολος λυράρης. Δεν μπορώ δηλαδή να πω ότι ήταν ένας λυράρης εύκολος και μπορούσε οποιοσδήποτε λαουτιέρης να τον επαλέψει. Πώς να στο πω.
Ν.Κ. Ήτανε απρόβλεπτος με την καλή έννοια;
Μ.Μ,Ναι-ναι-ναι. Σε αντίθεση παράδειγμα με τον Ζαχάρη τον Μελεσανάκη που είχα την τύχη να συνεργαστώ και με αυτόνε, μετά από τη συνεργασία με τον Σκευάκη για λίγο χρονικό διάστημα βέβαια. Αλλά ο Μελεσανάκης είχε άλλες καλές πάντες, μόνο όταν ήθελε να αυτοσχεδιάσει κάτι καινούργιο, το οποίο σπάνια το έκανε πάνω στο πάλκο. Το έκανε κατιδίαν μετά στη παρέα, μόνο τότε γινόταν απρόβλεπτος, αλλά πάνω στο πάλκο ήτανε προγραμματισμένος. Δηλαδή δεν σε προβλημάτιζε ας πούμε.
Ν.Κ. Εγώ σε ευχαριστώ για την τιμή, να παραβρεθείς στο ξεκίνημα. Γιατί κάθε αρχή είναι και δύσκολη…
Μ.Μ. Αυτό είναι γνωστό.
Ν.Κ. … και θέλαμε ένα δικό μας άνθρωπο, επέτρεψέ μου να πω εγώ εδώ ότι γνωριζόμαστε πολλά χρόνια με ξέρεις από μικρό παιδί, και πραγματικά δεν σε βλέπω σαν συνάδελφο του πατέρα μου, αλλά σε βλέπω σαν οικογενειακό φίλο κι αδελφό. Για αυτό ήθελα να ξεκινήσω από σένα. Σε ευχαριστώ από καρδιάς, για το χρόνο που μου αφιέρωσες, και εύχομαι, ό,τι καλύτερο σε όλη σου τη φαμίλια.
Μ.Μ. Να ‘σαι καλά Νίκο. Σε ευχαριστώ κι εγώ και να ξέρεις ότι είναι αμοιβαία τα αισθήματα σε όλα αυτά που είπες. Ένα. Και δεύτερο. Είναι και για μένα μεγάλη τιμή να πω πέντε πράγματα για τον άνθρωπο που θεωρώ, ότι είναι ο δάσκαλός μου σε πάρα πολλά πράγματα, στην καριέρα που έκανα σαν καλλιτέχνης. Και δεν θα ξεχάσω, μία κουβέντα που μου είπε, αφότου είχε αρρωστήσει την πρώτη φορά, από καρδιά και είχαμε τηλεφωνηθεί απόγευμα, και του λέω, <>. Καβάλαει λοιπόν το αμάξι κι έρχεται. Σταματάει λοιπόν από κάτω από το ¨ΠΑΓΚΡΗΤΙΟ¨ εκεί, και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες, και στη μέση στις σκάλες σταμάτησε. Και άκουγε τώρα παίζαμε εμείς. Και άκουγε λοιπόν. Και ανεβαίνει απάνω Νίκο, δε θα το ξεχάσω, μακάρι να πάω διακόσια χρόνια. Θεός σχωρέστονε. Και έρχεται και μου λέει εκείνη την ώρα: ¨Ρε συ, μου λέει, σταμάτησα μου λέει, αρκετή ώρα από κάτω, και άκουσα μου λέει τη μπενιά μου λέει, την ισόποση μπενιά τη δικιά μου, έχεις ακριβώς. Γι’ αυτό και να πεθάνω αύριο δεν με νοιάζει. Ξέρω ότι θα υπάρχει κάποιος άνθρωπος να συνεχίσει τουλάχιστον, αυτό το σωστό, το μπάσο που είχα. Πραγματικά ήτανε σαν τους χαλκιάδες που λέγαμε εμείς παλιά, που κοπανίζανε το μέταλλο. Το ζέσταιναν και το κοπανίζανε, το κοπανάγανε με ένα ρυθμό, Χτυπάγανε μία το αμόνι δίπλα και ξανά… Αυτό το πράγμα είχε η μπένα του. Αυτό μου θυμίζει τώρα που λέμε, η σωστότητα του χρόνου, ο ¨μετρονόμος¨ που λέμε. Ο μετρονόμος, είναι ένα μηχανάκι το οποίο σου χτυπάει ακριβώς χρονικά κάποιους τόνους, έτσι; Η ηλεκτρονική ντραμς, γιατί και ο ανθρώπινος παράγοντας – αυτός ο ντραμίστας όσο και να είναι κάποια στιγμή η μπότα ας πούμε, δεν θα είναι ισόποση με την άλλη. Το ηλεκτρονικό όμως το βλέπεις και το βγάζουνε μπαπ. Λοιπόν η ηλεκτρονική ντραμς βλέπεις και σου δίνει τους ρυθμούς ακριβώς. Ε, αυτό το πράγμα είχε το χέρι του. Άκουγες τη μπένα, το πάνω-κάτω και ήτανε ισόποσο. Μέτρησέ το, με χίλια …τέτοια να πούμε, δεν έφευγε γραμμάριο. Εκεί ξεχώριζε ο συχωρεμένος.
Ν.Κ. Να ‘σαι καλά, Να ‘μαστε καλά και πάλι σε ευχαριστώ.
Μ.Μ. Και εγώ σε ευχαριστώ Νίκο. Και εύχομαι καλό κατευόδιο σε όλη την προσπάθεια.
Ν.Κ. Να ‘σαι καλά Μανώλη.
*  *  *
 
H κουβέντα αυτή πραγματοποιήθηκε το 2006 με τον φίλο Μανώλη Μαραγκάκη, τον οποίο ευχαριστώ από καρδιάς γιατί είναι δίπλα μου, πάντα, στο ξεκίνημα κάθε νέας ιντερνετικής μου προσπάθειας!!!
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου